Κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, η Μπιενάλε της Βενετίας εξακολουθούσε να μαγνητίζει το ενδιαφέρον της διεθνούς καλλιτεχνικής κοινότητας. Παρά τις καταστροφικές συνέπειες του πολέμου πολλές χώρες θεωρούσαν τον θεσμό ως μια μοναδική ευκαιρία για την προβολή του καλλιτεχνικού δυναμικού τους. Στο εσωτερικό των χωρών κυρίως οι προοδευτικές δυνάμεις πρωτοστατούσαν, με την πεποίθηση ότι μέσω της επανίδρυσης του διεθνούς καλλιτεχνικού διαλόγου μπορούσαν να γεφυρωθούν οι διχαστικές εθνικιστικές απόψεις. Έτσι, αμέσως μετά τις εχθροπραξίες και μέχρι την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου κατασκευάστηκαν τα νέα εθνικά περίπτερα: Ισπανία (J. De Luque, 1922), Τσεχοσλοβακία (O. Novotny, 1926), Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (Ch. H. Aldrich, W. A. Delano, 1930), Δανία (C. Brummer, 1932), Αυστρία (J. Hoffmann, 1934), Ελλάδα (Γ. Παπανδρέου, B. del Giudice, 1934), Γερμανία (πλήρης ανακατασκευή του παλαιού περιπτέρου, E. Haiger, 1938) και Γιουγκοσλαβία, Ρουμανία, Πολωνία (B. del Giudice, 1938). Σε οργανωτικό επίπεδο, το ιταλικό κράτος συνειδητοποίησε ότι η Μπιενάλε δεν ήταν απλά ένα περιφερειακό και εφήμερο πολιτιστικό γεγονός• γι' αυτό και προέβη στις 13.1.1930 στην έκδοση ενός βασιλικού διατάγματος με το οποίο μετέτρεπε την Μπιενάλε σε Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου. Με το νέο νομικό καθεστώς ιδρύθηκαν παράλληλα και τα τμήματα της Μουσικής (1930), του Κινηματογράφου (1932) και του Θεάτρου (1934), ενώ θεσπίστηκαν και τα πρώτα μεγάλα βραβεία σε κάθε καλλιτεχνικό τομέα. Κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο, η Μπιενάλε έστρεψε το ενδιαφέρον της στις πιο νεοτεριστικές καλλιτεχνικές τάσεις και εναρμονίστηκε με τις ευρύτερες προοδευτικές αντιλήψεις της εποχής, χάρη στην πρωτοβουλία του νέου γενικού γραμματέα της Vittorio Pica, γνωστού τεχνοκριτικού με πολυάριθμες δημοσιεύσεις σχετικές με το κίνημα του ιμπρεσιονισμού. Στην Μπιενάλε του 1920, ο Γάλλος καλλιτέχνης Paul Signac επιμελήθηκε την παρουσίαση 17 έργων του, καθώς και δημιουργίες των Cézanne, Seurat, Redon, Matisse και Bonnard σε μια ομαδική έκθεση στο γαλλικό περίπτερο, ενώ η Ολλανδία και η Ελβετία διοργάνωσαν αναδρομικές εκθέσεις-αφιερώματα στους Vincent van Gogh και Ferdinand Hodler αντίστοιχα. Το 1922 οι διοργανωτές, δίχως να αποφύγουν τις αντιδράσεις και τα αρνητικά σχόλια από συντηρητική μερίδα του κοινού, παρουσίασαν στο κεντρικό περίπτερο την πρώτη αναδρομική έκθεση του Modigliani και την συνδύασαν επιτυχώς με ένα ειδικό αφιέρωμα μεταϊμπρεσιονιστικού χαρακτήρα στην αφρικανική γλυπτική. Η αξιόλογη εκθεσιακή δραστηριότητα των Γάλλων και η παγιωμένη πλέον επιρροή τους στις καλλιτεχνικές επιλογές της Μπιενάλε συνεχίστηκαν καθόλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου με την παρουσίαση πλήθους αναδρομικών αφιερωμάτων (Gauguin, Toulouse-Lautrec, Monet, Degas, Renoir) και τη διοργάνωση μιας σειράς ατομικών εκθέσεων σύγχρονων καλλιτεχνών, όπως του Matisse (1928), του van Dongen (1930) και του Zadkine (1932). Την ίδια χρονική περίοδο, η Μεγάλη Βρετανία διοργάνωσε ενδιαφέρουσες ομαδικές εκθέσεις, στις οποίες συμμετείχαν αξιόλογοι καλλιτέχνες, όπως οι Epstein (1924, 1926, 1928, 1930, 1938), Moore (1930) και Nicholson (1934) και πριν την έλευση του ναζισμού, η Γερμανία παρουσιάζει έργα των πιο σημαντικών εκπροσώπων του γερμανικού εξπρεσιονισμού, όπως οι Marc, Nolde, Klee, Dix, Hofer, Beckmann, Kirchner και Schmidt-Rottluff. Τέλος, αξιοσημείωτη υπήρξε και η δραστηριότητα των Ιταλών φουτουριστών, οι οποίοι επανεμφανίστηκαν την περίοδο του Μεσοπολέμου σε τρεις διαφορετικές περιστάσεις. Το 1926 και το 1936 ο Marinetti, με την ιδιότητα του επιτρόπου, επιμελήθηκε δυο σημαντικές ομαδικές εκθέσεις των Ιταλών φουτουριστών στο σοβιετικό περίπτερο: η πρώτη πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο των φιλικών σχέσεων του κινήματος με τη Σοβιετική Ένωση και η δεύτερη υπό τη βαριά σκιά των γεγονότων του ισπανικού εμφυλίου και της κατάκτησης της Αιθιοπίας. Οι φουτουριστές έκαναν την τελευταία τους εμφάνιση το 1942 στο Περίπτερο του Ιταλικού Φουτουρισμού (Padiglione del Futurismo Italiano), πλήρως ευθυγραμμισμένοι ιδεολογικά με την προπαγάνδα του φασιστικού καθεστώτος. Η πορεία της Μπιενάλε στην περίοδο του Μεσοπολέμου άλλαξε ριζικά κατεύθυνση με την προοδευτική άνοδο του φασισμού. Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του '30 και την αλλαγή του νομικού πλαισίου του φορέα είχαν αρχίσει να διαφαίνονται οι πολιτικές προθέσεις της τότε κεντρικής εξουσίας, οι οποίες έθεταν τέλος στην απευθείας διαχείριση της Μπιενάλε από τον Δήμο της Βενετίας. Η κατάσταση επιδεινώθηκε στα τέλη της δεκαετίας όταν η φασιστική κυβέρνηση προσχώρησε στο άρμα της ναζιστικής Γερμανίας και ο ασφυκτικός πολιτικός έλεγχος επεκτάθηκε σε όλες τις υπάρχουσες δομές του εγχώριου καλλιτεχνικού συστήματος. Στις μεγάλες εικαστικές εκδηλώσεις, οι πιεστικές παρεμβάσεις του καθεστώτος για το περιεχόμενο των εκθέσεων και τις καλλιτεχνικές επιλογές εντάθηκαν, με αποκορύφωμα την τροποποίηση του καταστατικού της Μπιενάλε το 1938 και τον πλήρη πολιτικό έλεγχο της διοργάνωσης από την κεντρική εξουσία και τους εκάστοτε διορισμένους εκπροσώπους του φασιστικού κόμματος. Τα αποτελέσματα των εσωτερικών πολιτικών εξελίξεων αλλά και ο αντίκτυπος της διεθνούς απομόνωσης της Ιταλίας άφησαν εμφανή ίχνη στην Μπιενάλε του 1942, την πιο προπαγανδιστική διοργάνωση που έγινε ποτέ στην ιστορία του θεσμού, στην οποία συμμετείχαν μόλις δέκα χώρες και παρουσιάστηκαν αφιερώματα σε στρατιώτες καλλιτέχνες. Το 1944 και το 1946 η Μπιενάλε ανέστειλε τις δραστηριότητές της εξαιτίας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
|