Το μετατραυματικό σοκ των πρώτων χρόνων μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο διαδέχτηκε η αισιόδοξη προοπτική της πνευματικής και υλικής ανασυγκρότησης. Η τέχνη σύντομα μετατράπηκε σε εργαλείο ατομικής και συλλογικής αυτοκριτικής και ευνόησε την εξωστρέφεια των προοδευτικών δυνάμεων. Τα κράτη κατέγραφαν, προστάτευαν και προέβαλλαν συστηματικά τη σύγχρονη εικαστική παραγωγή τους, οι ιδιώτες επένδυαν στο καλλιτεχνικό προϊόν και η αγορά της τέχνης ισχυροποιόταν, με αποτέλεσμα η σύγχρονη καλλιτεχνική δημιουργία να αξιολογείται σύμφωνα με τους όρους που διαμορφώνονταν στο διεθνές καλλιτεχνικό σύστημα. Η πολιτική της ισχυροποίησης των εθνικών συμμετοχών κατά τη μεταπολεμική περίοδο στη Βενετία επανέφερε στο προσκήνιο το ζήτημα της διεύρυνσης και της ανακατασκευής των εθνικών περιπτέρων: το Ισραήλ (Z. Rechter, 1952), η Ελβετία (B. Giacometti, 1952), η Αίγυπτος (1952), η Ολλανδία (πλήρης ανακατασκευή του παλαιού περιπτέρου, G. Th. Rietveld, 1953), η Βενεζουέλα (C. Scarpa, 1954), η Ιαπωνία (T. Yoshizaka, 1954), η Φιλανδία (A. Aalto, 1954, σήμερα ανήκει στην Ισλανδία), o Καναδάς (Group BBPR, Banfi / Belgiojosο / Peressutti / Rogers, 1958), η Ουρουγουάη (1960), οι Σκανδιναβικές χώρες (S. Fehn, 1962), η Βραζιλία (Α. Marchesin, 1964), η Αυστραλία (Ph. Cox, 1987) και τέλος η Ν. Κορέα (S.C. Kim, F. Mancuso, 1995), προστέθηκαν στις χώρες που διέθεταν δικά τους περίπτερα στην περιοχή των Giardini. Σε καλλιτεχνικό επίπεδο, η πρώτη Μπιενάλε (1948) της δεύτερης μεταπολεμικής περιόδου, αν και με μικρό αριθμό εθνικών συμμετοχών λόγω των συνεπειών του πολέμου, έμεινε στην ιστορία ως μια από τις πιο ενδιαφέρουσες διοργανώσεις. Στα σημαντικά γεγονότα αυτής της Μπιενάλε συγκαταλέγονται η διοργάνωση της πρώτης ατομικής έκθεσης του εξηνταεπτάχρονου πλέον τότε Picasso στη Βενετία σε επιμέλεια του Ιταλού καλλιτέχνη Renato Guttuso• η παρουσίαση στο άδειο ελληνικό περίπτερο της συλλογής της Peggy Guggenheim (136 έργα 73 καλλιτεχνών), που κάλυπτε ένα φάσμα τάσεων και ρευμάτων από τον κυβισμό έως τον σουρεαλισμό και την είχε επιμεληθεί ο Ιταλός ιστορικός τέχνης Giulio Carlo Argan• το ειδικό αφιέρωμα στους ιμπρεσιονιστές και μεταϊμπρεσιονιστές καλλιτέχνες του ιστορικού τέχνης Roberto Longhi, το οποίο πραγματοποιήθηκε στους διαθέσιμους χώρους του γερμανικού περιπτέρου και τέλος, η βράβευση του Γάλλου εκπροσώπου του κυβισμού Georges Braque. Η 24η διεθνής έκθεση του 1948 άνοιξε το κεφάλαιο της συστηματικής παρουσίασης των καλλιτεχνικών κινημάτων της διεθνούς πρωτοπορίας ως ένα γεγονός επιτακτικού ιστορικοκαλλιτεχνικού απολογισμού και επιστημονικής τεκμηρίωσης της τέχνης των προηγούμενων ετών. Αναλόγως σημαντικές και ευθυγραμμισμένες με το ευρύτερο πνεύμα της συνολικής εκθεσιακής πολιτικής ήταν και οι εθνικές συμμετοχές αυτής της διοργάνωσης: η Μεγάλη Βρετανία διοργάνωσε αναδρομικό αφιέρωμα στον William Turner και ατομική έκθεση του γλύπτη Henri Moore, η Γαλλία παρουσίασε ατομικές των Maillol, Braque και Chagall, η Αυστρία έργα των Schiele, Wotruba και Kokoschka (στο άδειο γιουγκοσλαβικό περίπτερο) και το Βέλγιο δημιουργίες των εξπρεσιονιστών Ensor και Permeke. Στο επίκεντρο της συγκεκριμένης εκθεσιακής πολιτικής, που σηματοδότησε τις εξελίξεις και την πορεία της Μπιενάλε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '50, βρέθηκε ο πρώτος γενικός γραμματέας της μεταπολεμικής περιόδου Rodolfo Pallucchini, ο οποίος διεύθυνε και τις πέντε πρώτες διοργανώσεις (1948-1956). Προς αυτήν την κατεύθυνση και παράλληλα με τη διοργάνωση των ιστορικών αφιερωμάτων παρουσιάστηκαν και βραβεύτηκαν καταξιωμένοι δημιουργοί, όπως οι: Dufy, Calder (1952) Ernst, Arp (1954) και Chadwick (1956). Αναλυτικότερα, το 1950 στην κεντρική έκθεση παρουσιάζονται τέσσερις παράλληλες εκθεσιακές ενότητες, αφιερωμένες στον Γαλάζιο καβαλάρη, στον φωβισμό, στον κυβισμό και στον φουτουρισμό, ενώ σε εθνικό επίπεδο ξεχώρισε η μεξικανική συμμετοχή με τους José Clemente Orozco, Diego Rivera, David Alfonso Siqueiros και Rufino Tamayo. Το 1952 διοργανώθηκε ένα συγκριτικό εκθεσιακό αφιέρωμα που συνέδεε τον ιταλικό ντιβιζιονισμό των Previati, Segantini και Pellizza da Volpedo με τον γαλλικό πουαντιλισμό των Pissarro, Signac και Seurat. Την ίδια χρονιά, στο αμερικανικό περίπτερο έκανε την πρώτη εμφάνισή του στη Βενετία ο Jackson Pollock με την action painting και το dripping. Στη διοργάνωση του 1954 η Μεγάλη Βρετανία εκπροσωπήθηκε από τους Lucian Freud, Francis Bacon και Ben Nicholson. Το 1956 ήταν η σειρά του de Chirico, o οποίος μετά από πολυετή δικαστική διαμάχη με ιθύνοντες της Μπιενάλε συμμετείχε με 36 έργα σε μια ιστορική ατομική έκθεση στο κεντρικό περίπτερο, και η δεκαετία έκλεισε όπως είχε αρχίσει, με μια σειρά ιστορικών παρουσιάσεων, όπως το αφιέρωμα στους σουρεαλιστές καλλιτέχνες και τα ατομικά αφιερώματα στους Courbet, Munch, Klee και Magritte.
Η επόμενη δεκαετία ξεκίνησε με έντονες διαφωνίες και αντιπαραθέσεις για τον ασφυκτικά μεγάλο αριθμό των παρουσιαζόμενων καλλιτεχνών και την έντονη επιρροή που ασκούσαν οι θεωρητικοί της τέχνης στις καλλιτεχνικές επιλογές της Μπιενάλε. Στις δύο πρώτες διοργανώσεις της δεκαετίας του '60 κυριάρχησε το κίνημα της άμορφης τέχνης και τα μεγάλα βραβεία απονεμήθηκαν στους Jean Fautrier, Hans Hartung και Emilio Vedova. Το 1964 έσκασε στην Μπιενάλε η βόμβα της σχολής της Νέας Υόρκης: new dada, post-painterly abstraction, και πάνω απ' όλα η pop art, ανέτρεψαν και καθόρισαν για μεγάλο χρονικό διάστημα το διεθνές καλλιτεχνικό πανόραμα. Στην 32η διεθνή έκθεση το Χρυσό Λιοντάρι απονεμήθηκε στον προάγγελο της pop art Robert Rauschenberg, τον πρώτο Αμερικανό καλλιτέχνη που βραβεύτηκε στην μακρόχρονη ιστορία της Μπιενάλε. Στον αντίποδα της ίδιας διοργάνωσης, μια ξεχωριστή έκθεση για τη μεταπολεμική ελληνική τέχνη παρουσίασε ανεξάρτητα και παράλληλα από την εθνική συμμετοχή ο Γάλλος τεχνοκριτικός Pierre Restany, ιδρυτής του κινήματος του νέου ρεαλισμού. Με τίτλο «Τρεις προτάσεις για μια νέα ελληνική γλυπτική» παρουσιάστηκαν στο φουαγιέ της όπερας La Fenice της Βενετίας έργα των Βλάσση Κανιάρη, Νίκου Κεσσανλή και Δανιήλ. Παρά τις έντονες κριτικές στο εσωτερικό της χώρας μας, η ιστορία δικαίωσε τις επιλογές του Γάλλου θεωρητικού, αποδεικνύοντας ότι η Ελλάδα βρισκόταν στην αιχμή της τότε διεθνούς πρωτοπορίας. Μετά την τεράστια δημοσιότητα και το σκάνδαλο που προκάλεσε η αμερικανική συμμετοχή, η Μπιενάλε επανήλθε στην «ομαλότητα»: το 1966 ήταν η χρονιά της οπτικοκινητικής τέχνης και οι εκθεσιακοί χώροι των Giardini καταλήφθηκαν από τις εγκαταστάσεις των Νοτιοαμερικανών Julio le Parc (βραβείο ζωγραφικής) και Jesús Raphael Soto. Επίσης, έκαναν την εμφάνισή τους και βραβεύτηκαν οι πίνακες του Lucio Fontana και τα γύψινα του Alberto Viani, ενώ το βραβείο γλυπτικής απονεμήθηκε στον «προφήτη» της arte povera Mario Ceroli. Μεταξύ των αναδρομικών αφιερωμάτων αυτής της χρονιάς ξεχώρισαν αυτά των Umberto Boccioni και Giorgio Morandi, ο οποίος άφησε την τελευταία του πνοή κατά τη διάρκεια των εγκαινίων της διεθνούς έκθεσης. Η ατμόσφαιρα του Γαλλικού Μάη και η πολιτική και κοινωνική αναταραχή που ξέσπασε στη Γαλλία κατά τη διάρκεια των μηνών Μαΐου και Ιουνίου του 1968 επέδρασαν καταλυτικά και στην 35η διοργάνωση της Μπιενάλε. Η διεθνής έκθεση του 1968 χαρακτηρίζεται ως η απόλυτη Μπιενάλε της διαμαρτυρίας: ένα μεγάλο πλήθος φοιτητών, καλλιτεχνών και κοινού διοργάνωσε πορείες, πρωτοστάτησε στο κλείσιμο πολλών περιπτέρων και αναποδογύρισε συμβολικά κάποια από τα εκτιθέμενα έργα. Οι διαδηλωτές απαίτησαν την απομάκρυνση της αστυνομίας από τον περιβάλλοντα χώρο των εκθέσεων, την ακύρωση του θεσμού των καλλιτεχνικών βραβείων, την αλλαγή του «φασιστικού» νομικού πλαισίου που διείπε το καθεστώς της Μπιενάλε από την εποχή του Μεσοπολέμου, καθώς και την αποσύνδεση του θεσμού από τις διαδικασίες του διεθνούς συστήματος της αγοράς της τέχνης. Σε καλλιτεχνικό επίπεδο, και στον απόηχο των εξελίξεων αυτών, παρουσιάστηκε στο κεντρικό περίπτερο μια φιλόδοξη έκθεση έργων των Malevich, Duchamp, Calder, Rauschenberg και Gorky, η οποία έκλεισε και τα μεγάλα αφιερώματα που πραγματοποιήθηκαν τη δεκαετία εκείνη.
Οι διαμαρτυρίες του '68 άφησαν ανεξίτηλα τα σημάδια τους στην επόμενη δεκαετία: οι ριζοσπαστικές κινητοποιήσεις και η επιρροή των αριστερών ιδεολογιών ευνόησαν τον καλλιτεχνικό ακτιβισμό, με αποτέλεσμα το κέντρο βάρους των καλλιτεχνικών γεγονότων να μετατοπιστεί από τα προκαθορισμένα χωροταξικά όρια της Μπιενάλε προς τον αστικό ιστό της Βενετίας. Επίσης καταργήθηκαν οι βραβεύσεις και τα γραφεία πώλησης των έργων της Μπιενάλε και ακυρώθηκαν για μεγάλο χρονικό διάστημα τα ατομικά αφιερώματα επετειακού χαρακτήρα για να αντικατασταθούν από μια σειρά θεματικών παρουσιάσεων ερευνητικής και πειραματικής κατεύθυνσης, με εννοιολογικό επίκεντρο το τρίπτυχο «τέχνη / κοινωνία / φύση». Επιπλέον το 1973, η Μπιενάλε της Βενετίας απέκτησε νέο νομοθετικό πλαίσιο, με το οποίο γινόταν διεύρυνση του Διοικητικού Συμβουλίου και μερική ακόμα απεξάρτησή της από την κεντρική κυβέρνηση. Σε επίπεδο καλλιτεχνικών γεγονότων, η δεκαετία του '70 ξεκίνησε με τη διοργάνωση μιας ενδιαφέρουσας πειραματικής έκθεσης, στην οποία παρουσιάζονταν έργα των Malevich, Duchamp, Man Ray και Albers. Το 1972 η Μπιενάλε για πρώτη φορά στην ιστορία του θεσμού πρότεινε μια κοινή θεματική για όλες τις επιμέρους εκθεσιακές δραστηριότητες και ο Γιάννης Κουνέλλης έκανε την πρώτη από τις πέντε συνολικά εμφανίσεις του στη Βενετία (1978, 1980, 1988, 1993). Το 1974 ο νέος πρόεδρος της Μπιενάλε Carlo Ripa di Meana, αφιέρωσε ολόκληρη τη διοργάνωση αποκλειστικά στη Χιλή, οργανώνοντας εναντίον του καθεστώτος Pinochet μια σειρά παράλληλων εκδηλώσεων (μουσική, θέατρο, χορό, happenings) εκτός των επίσημων εκθεσιακών χώρων. Στις συγκεκριμένες εκδηλώσεις συμμετείχαν και πολλοί γνωστοί εικαστικοί καλλιτέχνες, όπως ο Χιλιανός Roberto (Sebastian) Matta και ο Βενετός Emilio Vedova, οι οποίοι δημιούργησαν τοιχογραφίες (murales) στους δρόμους της Βενετίας. Στις δύο τελευταίες διοργανώσεις της δεκαετίας, η Μπιενάλε επέστρεψε στους οικείους χώρους των Giardini: το 1976, με κεντρικό θέμα το περιβάλλον και το 1978, με τίτλο: «Από τη φύση στην τέχνη και από την τέχνη στη φύση», οι διοργανωτές εμβαθύνουν σε μια σειρά θεωρητικών και αισθητικών αναζητήσεων, έχοντας ως μότο τη φράση του Kandinsky «μεγάλη αφαίρεση, μεγάλος ρεαλισμός». Στο κεντρικό περίπτερο, ο πρωτοεμφανιζόμενος θεωρητικός Achille Bonito Oliva οργάνωσε θεματική έκθεση με έργα των Kandinsky, Mondrian, de Chirico, Boccioni, Rauschenberg, Braque, Duchamp και Picasso.
Τη δεκαετία του '80 η Μπιενάλε απεκδύεται τον ιδεολογικό μανδύα των αριστερών αντιδικτατορικών κινημάτων της προηγούμενης περιόδου και επιχειρεί έναν ευρύτερο οργανωτικό εξορθολογισμό: αποφασίζεται η εκ νέου συγκέντρωση των καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων εντός των παραδοσιακών χώρων της Μπιενάλε, επανέρχονται τα μεγάλα βραβεία, καταργείται οριστικά το τμήμα πωλήσεων, δίνεται έμφαση στην περιγραφή των καλλιτεχνικών φαινόμενων του παρόντος και κυριαρχούν οι θεματικές εκθέσεις με εννοιολογική συνέχεια, όπως «Η τέχνη ως τέχνη» (1982), «Η τέχνη στον καθρέφτη» (1984), «Τέχνη και επιστήμη» (1986) και «Ο χώρος των καλλιτεχνών» (1988). Παράλληλα ιδρύεται και ο τομέας της αρχιτεκτονικής. Η διεθνής έκθεση αρχιτεκτονικής της Μπιενάλε της Βενετίας θεωρείται η επιτομή των εξελίξεων της έρευνας στην αρχιτεκτονική σε διεθνές επίπεδο και οι εθνικές συμμετοχές γίνονται εργαλεία άμιλλας και από κοινού συνεισφοράς στη συγκρότηση του διεθνούς διαλόγου. Σ' αυτήν την περίοδο η Μπιενάλε αναθέτει την οργάνωση των εκδηλώσεων σε θεωρητικούς και επιμελητές υψηλού κύρους: οι Harald Szeemann και Achille Bonito Oliva δημιουργούν το τμήμα «Aperto», μια αυτοτελή έκθεση αφιερωμένη στη διεθνή νεανική καλλιτεχνική δημιουργία. Ο αρχιτέκτονας Paolo Portoghesi διεύρυνε χωροταξικά την Μπιενάλε στο πλαίσιο της πρώτης διεθνούς έκθεσης αρχιτεκτονικής (1980), χρησιμοποιώντας τους χώρους του παλαιού Ναύσταθμου (Arsenale) και αφιερώνει σε διεθνές επίπεδο μια σειρά θεματικών εκθέσεων που αφορούσαν τη «μεταμοντέρνα συνθήκη». Ο Ιταλός ιστορικός τέχνης Maurizio Calvesi εισήγαγε τα βραβεία των εθνικών συμμετοχών και επικεντρώθηκε θεωρητικά στην τέχνη και στους καλλιτέχνες της εποχής. Παρουσιάστηκαν και βραβεύτηκαν καταξιωμένοι καλλιτέχνες όπως ο Jasper Jones, ο Sol LeWitt και ο Balthus (Balthasar Klossowsky), καθώς και οι πέντε Ιταλοί πρωταγωνιστές της transavanguardia (Sandro Chia, Francesco Clemente, Enzo Cucchi, Nicola de Maria και Mimmo Paladino).
Τη δεκαετία του '90, οι διοργανωτές επιχείρησαν να διευρύνουν τους ορίζοντες ενδιαφέροντος και προς τις χώρες του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου. Ο διεθνής χαρακτήρας της Μπιενάλε ήταν για πολλά χρόνια αρκετά «περιορισμένος» αφού στόχευε σε έργα και καλλιτέχνες από την Ευρώπη, τη Βόρεια Αμερική και την Ιαπωνία. Από τη διεθνή έκθεση του 1993, η Μπιενάλε άρχισε να αποκτά πραγματικά παγκόσμια διάσταση, αντιμετωπίζοντας με τρόπο πιο ευθύ διάφορες θεματικές προκλήσεις που αφορούσαν την παγκοσμιοποίηση και τα χαρακτηριστικά των μετα-αποικιακών ταυτοτήτων. Η συγκεκριμένη πολιτική άρχισε να εκφράζεται επίσης και στο χωροταξικό άνοιγμα των εθνικών συμμετοχών σε χώρους και κτίρια της Βενετίας για εκείνες τις χώρες που δεν εκπροσωπούνταν με περίπτερα εντός των Giardini. Σε θεσμικό επίπεδο, το 1998 η Μπιενάλε μετασχηματίστηκε σε Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου, με τη συμμετοχή των ιδιωτών να περιορίζεται αποκλειστικά στον τομέα των χορηγιών. Μολονότι αυτή η δεκαετία σε καλλιτεχνικό επίπεδο έχει να επιδείξει ενδιαφέρουσες παρουσιάσεις νέων καλλιτεχνών (Damien Hirst, Jeff Koons, Giovanni Anselmo, Anish Kapoor, Pipilotti Rist, Matthew Barney, Maurizio Cattelan, κ.ά.) καθώς και σημαντικά ατομικά αφιερώματα στον τομέα των καταξιωμένων δημιουργών, όπως οι Francis Bacon, Ronald Kitaj, Joseph Kosuth, John Cage, Peter Greenaway, Gerhard Richter, Bruce Nauman, Marina Abramović, Louise Bourgeois, Ilya Kabakov, Antoni Tàpies, κίνημα Fluxus, κ.ά, αναμφίβολα οι πραγματικοί «αστέρες» των εκδηλώσεων ήταν οι τεχνοκριτικοί και επιμελητές που διετέλεσαν καλλιτεχνικοί διευθυντές της Μπιενάλε. Προσωπικότητες υψηλού θεωρητικού κύρους και γνώστες της παγκόσμιας εικαστικής πραγματικότητας σημάδεψαν με τις επιλογές και τις αποφάσεις τους τη σύγχρονη πορεία της Μπιενάλε. Με γενικό τίτλο «Τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα της τέχνης» οργανώθηκε το 1993, με πρωτοβουλία του καλλιτεχνικού διευθυντή Bonito Oliva, μια σειρά πολυπληθών αυτόνομων εκθέσεων υπό τη θεωρητική υποστήριξη ανεξάρτητων επιμελητών (Helena Kontova, Francesco Bonami, Jeffrey Deitch, Nicolas Bourriaud, Matthew Slotover, Berta Sichel, Kong Changan, Robert Kicklas, Thomas Locher, Benjamin Weil, Mike Hubert, Antonio d'Avossa, Rosma Scuteri, κ.ά.) οι οποίες μετέβαλαν ριζικά την παραδοσιακή φυσιογνωμία του μοντέλου της οργάνωσης των εκθέσεων στην Μπιενάλε. Επίσης, ο Ιταλός επιμελητής έδωσε έμφαση στην προβολή της σύγχρονης τέχνης στην παγκόσμια εκδοχή της, ενθάρρυνε τις διεθνείς συνέργειες και ευνόησε τη διεθνή σύνθεση των εθνικών συμμετοχών: ενδεικτικό είναι το παράδειγμα της Γερμανίας που παρουσίασε σε αυτή τη διοργάνωση τους Nam June Paik (Κορεάτη που ζούσε στη Γερμανία) και Hans Haacke (Γερμανό που ζει και εργάζεται στις Ηνωμένες Πολιτείες). Το 1995, έτος εορτασμού των 100 χρόνων από την ίδρυση του θεσμού, ο κριτικός τέχνης Jean Clair έγινε η πρώτη διεθνής προσωπικότητα που διορίστηκε καλλιτεχνικός διευθυντής της Μπιενάλε. Ο Γάλλος θεωρητικός επικεντρώθηκε θεματικά στο ανθρώπινο σώμα και στη συνεισφορά των νέων μέσων στην αλλαγή της αντίληψης σχετικά με την απόδοσή του. Επανατοποθέτησε τη διεθνή έκθεση με βάση τα ιστορικά κριτήρια των μεγάλων ευρωπαϊκών κινημάτων της πρωτοπορίας και της νεοπρωτοπορίας και κατάργησε το τμήμα «Aperto» της διοργάνωσης. Το 1997 ανατέθηκε η νέα καλλιτεχνική διεύθυνση της Μπιενάλε στον Germano Celant. Ο γνωστός Ιταλός θεωρητικός της arte povera (1967) οργάνωσε με τίτλο «Μέλλον, παρόν, παρελθόν» μια έκθεση μουσειακού χαρακτήρα στην οποία συναντώνται ιδεολογικά και παρουσιάζονται τρεις γενιές καλλιτεχνών από το 1967 έως το 1997. Τέλος, ο τεχνοκριτικός Harald Szeemann, καλλιτεχνικός διευθυντής της Μπιενάλε σε δύο συναπτές διοργανώσεις (1999-2001), ήταν ο θεωρητικός που έκλεισε δυναμικά τη δεκαετία του '90 και έθεσε τις βάσεις για την πορεία της Μπιενάλε στον 21ο αιώνα. Στη διεθνή έκθεση του 1999, με τίτλο «dAPERTutto», ακύρωσε τις διαχωριστικές γραμμές επιβολής των διάφορων καλλιτεχνικών τάσεων και κατάργησε τις διακρίσεις μεταξύ των καταξιωμένων και των ανερχόμενων δημιουργών. Στην 49η διοργάνωση του 2001 πρότεινε ένα νέο μοντέλο επιμέλειας εκθέσεων και δήλωσε προφητικά «...κανένα θέμα δεν μπορεί να επηρεάσει την καλλιτεχνική επιλογή• μόνον οι καλλιτέχνες και τα έργα τους πρέπει να δίνουν την πραγματική διάσταση σε κάθε καλλιτεχνικό γεγονός».
Η δήλωση αυτή του Ελβετού θεωρητικού, ο οποίος επαναπροσδιόρισε τα όρια του γνωστικού αντικειμένου της επιμέλειας των διεθνών εκθέσεων, τοποθετούσε ξανά τον καλλιτέχνη στη βάση του εκθεσιακού σχεδιασμού και προανήγγελλε τη χάραξη της νέας εκθεσιακής στρατηγικής της Μπιενάλε, χαρακτηρίζοντας πλέον τη θεσμική στάση των διοργανωτών απέναντι στο σύγχρονο φαινόμενο της «πολυμορφικότητας» των καλλιτεχνικών τάσεων και του ογκωδέστατου καλλιτεχνικού δυναμικού σε παγκόσμιο επίπεδο. Την τελευταία δεκαετία ο αριθμός των εθνικών συμμετοχών αυξάνεται διαρκώς και η Μπιενάλε επεξέτεινε τις δραστηριότητές της σε διάφορα παραδοσιακά κτίρια και εκκλησίες του ιστορικού κέντρου της Βενετίας. Αντίστοιχα το μοντέλο των παράλληλων εκδηλώσεων της δεκαετίας του '90 ενισχυόταν συνεχώς στην προσπάθεια των υπευθύνων της Μπιενάλε να περιγράψουν και να παρουσιάσουν με ευκρίνεια την εικόνα της σύγχρονης τέχνης στην παγκόσμια διάστασή της. Δημιουργήθηκαν και οργανώθηκαν μικρές αυτόνομες εκθέσεις υπό τη θεωρητική υποστήριξη ανεξάρτητων επιμελητών και συνεχίστηκε η συνεργασία σε επίπεδο καλλιτεχνικών διευθυντών με διεθνείς προσωπικότητες, ως αποτέλεσμα της υψηλής διεθνοποίησης του θεσμού. Τα τελευταία χρόνια, με εξαίρεση τον θεωρητικό διεθνούς εμβέλειας Francesco Bonami, που διετέλεσε καλλιτεχνικός διευθυντής στην 50ή διεθνή έκθεση του 2003, οι υπόλοιποι διευθυντές δεν ήταν Ιταλοί και προήλθαν αποκλειστικά από τον χώρο της διεθνούς εικαστικής κοινότητας: οι Ισπανίδες επιμελήτριες Maria de Coral και Rosa Martínez διεύθυναν την 51η διεθνή έκθεση του 2005, ο Αμερικανός καλλιτέχνης και θεωρητικός Robert Storr ανέλαβε την καλλιτεχνική διεύθυνση της 52ης διεθνούς έκθεσης του 2007, ο Σουηδός επιμελητής Daniel Birnbaum ορίστηκε διευθυντής το 2009 στην 53η διοργάνωση και πρόσφατα η Ελβετίδα Bice Curiger κλήθηκε να διευθύνει την 54η διεθνή έκθεση του 2011. Με αφορμή τις αυξημένες οργανωτικές, οικονομικές και καλλιτεχνικές απαιτήσεις που επέφερε η πολιτική της παγκοσμιοποίησης, το 2004 μεταβλήθηκε ξανά το νομικό καθεστώς της Μπιενάλε και από Ν.Π.Ι.Δ. έγινε Ίδρυμα. Ο καινούργιος φορέας, αν και παραμένει ακόμα εξαρτημένος από τον δημόσιο τομέα όσον αφορά τη διοικητική οργάνωσή του, ωστόσο απολαμβάνει περισσότερη ελευθερία και ευελιξία στην απορρόφηση ιδιωτικών επενδύσεων και στην αυτοδιαχείριση της κινητής και ακίνητης περιουσίας του. Σε καλλιτεχνικό επίπεδο, η τελευταία δεκαετία ήταν αποκλειστικά αφιερωμένη στο «παρόν» και σε εκείνους τους καλλιτέχνες που διαμόρφωσαν και διαμορφώνουν τις εξελίξεις στην εικαστική παραγωγή των καιρών μας. Ενδεικτικά αναφέρουμε τους Joseph Beuys, Cy Twombly, Louise Bourgeois, Λουκά Σαμαρά, Richard Serra, Ed Ruscha, Félix Gonzáles Torres, Bruce Nauman, Yoko Ono, John Baldessari, Barbara Kruger, Michelangelo Pistoletto, León Ferrari, Tobias Rehberger, Santiago Serra, Mona Hatoum, Sophie Calle, Liam Gillick, David Altmejd, Gilbert & George, Tracey Emin, κ.ά. Με το πέρασμα στη νέα χιλιετία η Μπιενάλε πρέπει να αντιμετωπίσει μια νέα πρόκληση που αφορά τη μελλοντική διαχείριση των εθνικών συμμετοχών. Από τη μία πλευρά η συνεχής προτροπή των υπευθύνων της Μπιενάλε για ευθυγράμμιση των εθνικών περιπτέρων στον κεντρικό θεματικό και καλλιτεχνικό άξονα της κάθε διοργάνωσης και από την άλλη οι «δοκιμαζόμενες» εθνικές ταυτότητες και το παράδοξο της διατήρησης των «αναχρονιστικών» εθνικών εκπροσωπήσεων στο υφιστάμενο παγκοσμιοποιημένο πλαίσιο της σύγχρονης καλλιτεχνικής παραγωγής, υποχρεώνουν τους διοργανωτές, ίσως για πρώτη φορά στην ιστορία του θεσμού, να διαχειριστούν προσεκτικά μια σειρά συχνών αιτιάσεων της διεθνούς εικαστικής κοινότητας για κατάργηση των εθνικών συμμετοχών.
|